ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΒΑΛΚΑΝΙΚΩΝ ΠΟΛΕΜΩΝ

BALKAN WARS 1912

.

1913

ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΣΕΡΡΩΝ . ΔΡΑΜΑΣ . ΔΟΞΑΤΟΥ . ΚΑΒΑΛΑΣ . ΞΑΝΘΗΣ . ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ

Οι Έλληνες, καταδιώκοντας τους Βούλγαρους που υποχωρούσαν, κινήθηκαν στον άξονα Σέρρες – Σιδηρόκαστρο (Δεμίρ Χισάρ). Απελευθερώθηκαν πρώτα οι Σέρρες, ακολούθησε η Δράμα. Στο Δοξάτο Σερρών οι Βούλγαροι, υποχωρώντας, σκότωσαν πολλούς Έλληνες, εντείνοντας το φανατισμό των τελευταίων που καταδίωξαν τους εχθρούς τους ως την κοιλάδα της Σόφιας.

Στίς 27 Ιουνίου 1913 απελευθερώνεται η Καβάλα, στις 12 Ιουλίου το Δεδέ Αγάτς (σημερινή Αλεξανδρούπολη), στις 13 Ιουλίου απελευθερώνεται η Ξάνθη και στις 16 Ιουλίου η Κομοτηνή.

Ήδη στις 10 Ιουλίου του 1913 οι Ελληνικές δυνάμεις καταλαμβάνουν τα Στενά της Κρέσνας, ιδιαιτέρως κακοτράχαλη περιοχή από την οποία κατάφεραν να βγουν με μεγάλη δυσκολία. Οι Έλληνες αντιμετώπισαν το σύνολο των δυνάμεων της Βουλγαρίας στην τριπλή μάχη Ογνιάρ Μαχαλά – Σιμιτλή – Τρεσκόβου (11/14 Ιουλίου 1913).

Όριο των αντοχών του Ελληνικού στρατού ήταν η μάχη της Τζουμαγιάς (15/18 Ιουλίου). Με ευφυέστατη αντίδραση ο Βενιζέλος κατόρθωσε να παρουσιάσει την αδυναμία του Ελληνικού στρατού ως αποφασιστική διπλωματική παραχώρηση των Ελλήνων προς τους Βουλγάρους. 18 Ιουλίου 1913 ο Ελληνικός στρατός κατέχει θέσεις στην παλαιά Βουλγαρία.

Αναλυτικά:

ΣΕΡΡΕΣ (Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΒΟΥΛΓΑΡΟΥΣ)

Οι Σέρρες, κέντρο καπνοπαραγωγής, ήταν η πλουσιότερη πόλη της Ανατολικής Μακεδονίας. Πριν από τη Βουλγαρική κατοχή τον πληθυσμό συνέθεταν 16 χιλ. Έλληνες, 1.200 Μουσουλμάνοι και 1.300 Ισραηλίτες. Μετά την κατάληψή της έγινε κέντρο της Βουλγαρικής Μακεδονικής Διοίκησης και έδρα του στρατηγού Βούλκωφ.

Στις 22 Ιουνίου / 5 Ιουλίου 1913 τα Βουλγαρικά στρατεύματα, εκτελώντας διαταγές του Γενικού της Επιτελείου, εκκένωσαν την πόλη.

Τη νύχτα 27 προς 28 Ιουνίου (10/11 Ιουλίου) μικτή Δύναμη Βουλγαρικού πεζικού, ιππικού και ατάκτων τοποθέτησε τηλεβόλα στο λόφο Νταουτλή. Το επόμενο πρωί οι Βούλγαροι άνοιξαν πυρ κατά των τεσσάρων άκρων της πόλης. Έφτασαν και άλλα στρατεύματα οπλισμένα με βόμβες και μοχλούς με τους οποίους επιχειρούσαν τη διάρρηξη των θυρών των σπιτιών και των αποθηκών.

Εκτός των αξιωματικών παρευρίσκονταν ο Δρ. Γιάγκωφ, γραμματέας του στρατηγού Βούλκωφ, ο Καραγκιόζωφ, πρώην διευθυντής της Αστυνομίας και ο Ορφανίεφ, αρχηγός της Χωροφυλακής των Σερρών.

Οι λεηλασίες, οι καταστροφές και η ερήμωση ήταν το κύριο μέλημα των Βουλγάρων. Από τους τρομαγμένους κατοίκους άλλοι δραπέτευσαν, άλλοι τουφεκίσθηκαν καθοδόν, άλλοι ζήτησαν καταφύγιο σε υπόγεια, δεξαμενές νερού και παρόμοια κρησφύγετα. Ο αριθμός των σφαγιασθέντων ήταν 57 άτομα. Οι Βούλγαροι μετά τις λεηλασίες περιέχυναν τα πάντα με πετρέλαιο και τα παρέδιδαν στη φωτιά. Η ζημιά ανήλθε σε περισσότερα από 45 εκατομμύρια φράγκα. Πέντε νεοϊδρυθέντα καπνεργοστάσια που ανήκαν στον οίκο Herzog και Co (Αυστριακή εταιρεία) καταστράφηκαν ολοσχερώς με συνολικές απώλειες πάνω από 2.500.000 φράγκα.

ΣΤΡΩΜΙΝΤΣΑ ΚΑΙ ΔΕΜΙΡ ΙΣΣΑΡ . ΜΑΧΗ ΒΕΤΡΙΝΑΣ

Οι Βούλγαροι, αφού υποχώρησαν από τη Δοϊράνη, ανήγειραν προχώματα στο Ράπροβο. Εκεί υπολόγιζαν να ανακόψουν την Ελληνική προέλαση. Οχυρώθηκαν βόρεια της γραμμής Ζλέσοβο – Κοστουρίνο – 850 όπου το έδαφος πρόσφερε πολλά πλεονεκτήματα σε αμυνόμενο στρατό.

Η 3η Ελληνική μεραρχία προέλλασε από την κύρια οδό με ολόκληρο το πυροβολικό, έχοντας δεξιά της την 5η μεραρχία που βάδιζε μέσω Ταρταρλή, Κάζαλη και Ορμανλή προς τη Στρώμνιτσα.

Μετά από αλλεπάλληλες συγκρούσεις στις 25 Ιουνίου (8 Ιουλίου 1913) το Ελληνικό πεζικό, βοηθούμενο από το πυροβολικό, προσέβαλε τα Βουλγαρικά χαρακώματα κι ο εχθρός άρχισε να υποχωρεί προς τη Στρώμνιτσα. Οι Έλληνες ακολούθησαν. Στα χέρια τους έπεσαν εννέα τηλεβόλα και άφθονα πολεμοφόδια και τελικά, μπήκαν στην πόλη της Στρώμνιτσας 26 Ιουνίου / 9 Ιουλίου 1913.

Κατά την 25η Ιουνίου είχαν πέσει στα χέρια των Ελλήνων 400 άμαξες και εικοσιτέσσερα τηλεβόλα με λίγα λόγια ολόκληρο το πυροβολικό και η μεταγωγική υπηρεσία της Βουλγαρικής μεραρχίας. Η επίθεση αυτή εξανάγκασε το Βουλγαρικό πεζικό σε υποχώρηση μέσα από τα βουνά προς τη διεύθυνση του Μπερόβου.

Το ίδιο εκείνο απόγευμα της 25ης Ιουνίου / 8ης Ιουλίου η 2η μεραρχία κατέβηκε στο Μπάντζκο και ενώθηκε με την 4η, για να καταδιώξει τον εχθρό, ενώ η 5η μεραρχία μπήκε στην κοιλάδα ανατολικά της Στρώμνιτσας στο Κουκλίς. Η 10η μεραρχία εν τω μεταξύ βρισκόταν στο Πόπτσεβο, όμως προέκυψαν μεγάλες δυσκολίες στο να προχωρήσει το πυροβολικό, διότι οι Βούλγαροι είχαν καταστρέψει μια μικρή γέφυρα κοντά στο Πόπτσεβο. Έτσι, επιβραδύνθηκε για δύο ημέρες η χρήση του πυροβολικού μέχρις ότου γίνουν οι αναγκαίες επισκευές από το μηχανικό τμήμα. Η προσπάθεια, επομένως, να παγιδευτεί ο εχθρός στην κοιλάδα της Στρώμνιτσας, δεν είχε ιδιαίτερη επιτυχία, παρόλο που έπεσαν και πάλι στα χέρια των Ελλήνων 400 μεταγωγικές άμαξες και τριάντα τρία τηλεβόλα των Βουλγάρων.

Οι Σέρβοι βρίσκονταν στο Τσεροβασέλο. Το γενικό σχέδιο επέβαλε προέλαση και των δύο στρατών προς τη Δούπνιτσα και το Κιουστενδήλ σε δύο φάλαγγες. Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος αποφάσισε να σπάσει την 3η και τη 10η μεραρχία και να τις στείλει μέσω της Χάμζαλης και του Μπερόβου στο Πέτσοβο με την εντολή να χρησιμεύσουν ως σύνδεσμος μεταξύ Σερβικού και Ελληνικού στρατού.

Οι άλλες μεραρχίες του αριστερού τμήματος (2η, 4η και 5η) διατάχθηκαν να προελάσουν κατά μήκος της κοιλάδας της Στρώμνιτσας και να βαδίσουν προς το Πετρίτσι την οποία πόλη τελικά κατέλαβαν. Μεταξύ Δοϊράνης και Πετριτσίου οι Έλληνες κυρίεψαν 37 τηλεβόλα και συνέλαβαν αιχμαλώτους 50 αξιωματικούς και 2.500 στρατιώτες.

Οι κεντρικές μεραρχίες (1η και 6η) εξακολουθούσαν την καταδίωξη του εχθρού ο οποίος είχε υποχωρήσει από το Κιλκίς και το Λαχανά προς βόρεια και βορειοανατολικά της κοιλάδας του Στρυμόνα. Οι Βούλγαροι φεύγοντας αποπειράθηκαν να κρατήσουν το Ντοβά – Τεπέ, αλλά αποσύρθηκαν σε οχυρωμένες θέσεις στην είσοδο του στενού Ντερμπέν. Η κατοχή του στενού αυτού ήταν ζήτημα υψίστης σπουδαιότητας για τον εχθρό, διότι όχι μόνο δέσποζε πάνω στο δρόμο που οδηγούσε βόρεια προς τη Βουλγαρία μέσω του περίφημου στενού της Κρέσνας, αλλά κάλυπτε και την πόλη Δεμίρ – Ισσάρ (Σιδηρόκαστρο).

Το Δεμίρ Ισσάρ είναι το σημερινό Σιδηρόκαστρο (παλαιά Σιδηρές Πύλες) του νομού Σερρών. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, 26 χλμ. ΒΔ. της πόλης των Σερρών, στα όρη της Βροντούς και του Αγκίστρου (από βορρά) και του ποταμού Στρυμόνα (από δυσμάς).

Επί τουρκοκρατίας ονομαζόταν (Demirhisar) Δεμίρ Ισσάρ (σιδερένιο κάστρο) και κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού αγώνα αποτέλεσε σημαντική εστία του Ελληνισμού.

Πριν εκκενωθεί η πόλη από τους Βούλγαρους, πάνω στα βράχια περισσότεροι από εκατό Έλληνες, ένας από τους οποίους ήταν επίσκοπος και τρεις ιερείς, συνελήφθηκαν με διαταγή ενός αξιωματικού της χωροφυλακής και φυλακίσθηκαν μέσα σε ένα νεόχτιστο ημιτελές Βουλγαρικό σχολείο.

Στην αυλή του σχολείου οι σφαγείς διέταξαν την ανόρυξη μιας κυκλικής τάφρου. Αφού συγκέντρωσαν τριγύρω από αυτήν τα θύματά τους, άλλους τους τύφλωσαν, άλλων συνέτριψαν το κρανίο και άλλους τους βασάνισαν έως θανάτου. Μετά έριξαν τα πτώματα στην τάφρο και τα κάλυψαν με χώμα. Ένα από τα θύματα που τάφηκε ζωντανός, επέζησε, ως εκ θαύματος, και αφηγήθηκε την τραγική ιστορία η οποία επιβεβαιώθηκε αργότερα με επιτόπια έρευνα.

Στις 20 Σεπτεμβρίου του 1383 το Σιδηρόκαστρο είχε πέσει στα χέρια των Τούρκων, για να παραμείνει υπό την Οθωμανική διοίκηση 529 ολόκληρα χρόνια. Κατά τον Μακεδονικό αγώνα, οι Σιδηροκαστρινοί αγωνίστηκαν κατά των Βουλγάρων και των Τούρκων.

Στα 1912 έπαψε να βρίσκεται υπό Οθωμανική Διοίκηση. Το 1913 ανέλαβαν διοίκηση οι Βούλγαροι. Ο Ελληνικός στρατός κατέλαβε το Σιδηρόκαστρο στις 27 Ιουνίου 1913. Τον Απρίλιο του 1941, ύστερα από την παράδοση των οχυρών του Ρούπελ και την είσοδο των Γερμανών στην Ελλάδα, οι Βούλγαροι που τους ακολούθησαν κατέλαβαν πάλι το Σιδηρόκαστρο στις 3 Μαΐου. Οι κατακτητές αποχώρησαν τον Οκτώβριο του 1944 και έτσι, οι Σιδηροκαστρινοί ανέκτησαν την ελευθερία τους.

Στην οδό που διερχόταν από την ανατολική όχθη του ποταμού Στρυμόνα οι Βούλγαροι είχαν τοποθετήσει το πυροβολικό τους, που συμπεριελάμβανε και τέσσερα πολιορκητικά τηλεβόλα. Το πλάτος του ποταμού στο σημείο αυτό ήταν 400 περίπου πόδια. Υπήρχε μια σιδηροδρομική γέφυρα και τριγύρω απλωνόταν η πεδιάδα των Σερρών που δεν προσέφερε κανένα προκάλυμμα. Η δυτική όχθη του ποταμού αποκλειόταν από βουνά της οροσειράς του Μπέλες. Η χρήση πεδινού πυροβολικού εκεί ήταν αδύνατη.

Οι Βούλγαροι σε αριθμό ήταν ίσοι σχεδόν με τους Έλληνες. Η θέση τους παρουσίαζε μεγάλα πλεονεκτήματα από άποψη πυροβολικού, διότι οι Έλληνες όχι μόνο δεν μπορούσαν να τοποθετήσουν το πυροβολικό τους, έτσι ώστε να λάβει μέρος στη μάχη, αλλά βρίσκονταν εντός της βολής των τηλεβόλων. Επιπλέον, είχαν αναγείρει μεγάλα προχώματα σε όλα σχεδόν τα στρατηγικά υψώματα. Επομένως, το πλεονέκτημα το είχαν οι Βούλγαροι.

Οι δύο Ελληνικές μεραρχίες (1η και 6η) προήλασαν ανατολικά κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής και κατευθύνονταν η μια προς βορρά και η άλλη προς νότο. Μόλις προσέγγισε το στενό η 6η μεραρχία αναπτύχθηκε προς νότο και αφού πέρασε τον ποταμό στην Οβάτζα, επιτέθηκε κατά της κύριας θέσης του εχθρού. Ο σκοπός τους ήταν να διευκολυνθεί η προέλαση της 1ης μεραρχίας βορείως της σιδηροδρομικής γραμμής.

Τη νύχτα της 26ης Ιουνίου / 9ης Ιουλίου οι Έλληνες κατόρθωσαν να κινήσουν τα τηλεβόλα και να τα φέρουν σε απόσταση αποτελεσματικής βολής. Με το χάραμα άρχισε η μάχη. Μετά από δίωρο αγώνα ο εχθρός εκτοπίσθηκε κοντά στο χωριό Βετρίνα. Ένα σύνταγμα Ευζώνων που έφερε μαζί του μια ορεινή πυροβολαρχία βάδισε τριγύρω από μια μικρή κοιλάδα και φάνηκε σε ένα ύψωμα, βόρεια από τη Βουλγαρική θέση, στην είσοδο του Στενού. Εκεί άνοιξε πυρ με τα τηλεβόλα του εναντίον του εχθρού.

Οι Βούλγαροι άρχισαν να υποχωρούν προς το Βορρά, εγκαταλείποντας τέσσερα πολιορκητικά τηλεβόλα, τέσσερα ταχυβόλα και μεγάλη ποσότητα πολεμοφοδίων. Η νίκη έκανε τους Έλληνες κυρίους του Δεμίρ Ισσάρ όπου εκτός από τα πτώματα 140 κατακρεουργημένων Ελλήνων βρήκαν 150 βαγόνια του Κυβερνητικού Βουλγαρικού σιδηροδρόμου και μεγάλες ποσότητες τροφίμων.

Πριν την αναχώρησή τους από το Ντερμπέν οι Βούλγαροι ανατίναξαν με δυναμίτιδα ένα τόξο της σιδηροδρομικής γέφυρας του Στρυμόνα, προσπαθώντας να επιβραδύνουν την Ελληνική προέλαση.

Μετά την κατάληψη του Δεμίρ – Ισσάρ ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος διέταξε την 6η μεραρχία να ακολουθήσει την καταδίωξη κατά μήκος της οδού στην ανατολική όχθη του Στρυμόνα. Επίσης, διέταξε την 1η μεραρχία να προελάσει, διασχίζοντας τα βουνά προς την ίδια κατεύθυνση. Ταυτόχρονα, μετέφερε το Αρχηγείο του στο Χατζή – Μπεηλίκ.

Την 30 Ιουνίου / 13 Ιουλίου ο Ελευθέριος Βενιζέλος έφθασε στο Αρχηγείο, για να επισκεφθεί τον Αρχιστράτηγο, Βασιλιά Κωνσταντίνο. Η Ρωσία, αποβλέποντας σε τιμωρία της Βουλγαρίας, πρότεινε στους Συμμάχους να υπογράψουν ανακωχή και να συνέλθουν σε διάσκεψη στην Πετρούπολη.

Ούτε ο Βασιλιάς ούτε ο Πρωθυπουργός δέχθηκαν τη Ρωσική πρόταση. Επιθυμούσαν αρχικά να έλθουν σε διαπραγματεύσεις με τη Βουλγαρία. Ωστόσο, δεν ήθελαν οι συζητήσεις αυτές να είναι χρονοβόρες και ατελείωτες. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος προσέβλεπε στη δημιουργία τριών ίσων, κατά προσέγγιση, κρατών και, αισθανόμενος απογοήτευση από τη χρονοβόρα διαπραγμάτευση και τις λογομαχίες της Συνδιάσκεψης του Λονδίνου, είχε ως σύνθημά του «ειρήνη επί του πεδίου της μάχης».

Εξακριβώθηκε εκείνη τη χρονική περίοδο ότι τα περίχωρα του σταθμού Χατζή Μπέηλικ είχαν μολυνθεί από χολέρα και αμέσως λήφθηκαν αυστηρότατα μέτρα για την καταστολή της εξάπλωσης της επιδημίας. Αποτελεσματικός αποδείχθηκε ο αντιχολερικός ορός με τον οποίο εμβολιάσθηκε αμέσως το μεγαλύτερο μέρος του στρατού.

Σε όλη τη διάρκεια της εκστρατείας οι Έλληνες έχασαν συνολικά 540 άνδρες, που νόσησαν από διάφορες ασθένειες, ενώ τα Σερβικά στρατεύματα αποδεκατίσθηκαν από τη χολέρα. Από χολέρα πέθανε μόνο ένας Έλληνας αξιωματικός ο οποίος είχε αρνηθεί να εμβολιασθεί. Απεβίωσε επτά ώρες μετά την προσβολή του από τη νόσο.

Απελευθέρωση Σερρών (28 Ιουνίου / 1 Ιουλίου): Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος συνοδευόταν από όλα τα άρρενα μέλη της βασιλικής οικογένειας (εκτός από τον αδελφό του, πρίγκιπα Γεώργιο). Στις 4 /17 Ιουλίου 1913 η γέφυρα του Στρυμόνα επισκευάσθηκε και οι Έλληνες μπορούσαν να συνεχίσουν την προέλασή τους προς τον βορρά. Οι Βούλγαροι υποχωρώντας κατέστρεψαν και λεηλάτησαν τις Σέρρες. Υπό τις διαταγές του αντιστράτηγου Ναπολέοντος Σωτήλη η 7η Μεραρχίσ στις 28 Ιουνίου 1913 κατέλαβε τις Σέρρες, αφού πέρασε τις γέφυρες Κουμαριάς και Στρυμονικού. Οι Βούλγαροι όμως είχαν καταστρέψει ολοσχερώς την Ελληνική συνοικία. Το θέαμα που αντίκρυσαν οι απελευθερωτές του Σωτήλη ήταν μακάβριο. Βρέθηκαν πολλά φρικτά δολοφονημένα καθώς και απανθρακωμένα πτώματα γυναικόπαιδων. Το μεγαλύτερο μέρος της πόλης είχε πυρποληθεί. Ο αντιστράτηγος Σωτήλης έστειλε τηλεγράφημα στο επιτελείο στη Δοϊράνη, ζητώντας κατεπειγόντως ενισχύσεις. Στο τηλεγράφημα περιέγραψε την τραγική κατάσταση καθώς πέρα από τους αποτρόπαια δολοφονημένους υπήρχαν και 20.000 άστεγοι. Ζητούσε επίσης τρόφιμα, για να αντιμετωπίσει την πείνα. Ο Σωτήλης μπήκε στις Σέρρες την 28η Ιουνίου / 1η Ιουλίου. Στο μεταξύ οι Βούλγαροι άρχισαν να συγκεντρώνονται στη Ζέρνοβα, θέση που δέσποζε πάνω στην οδό που οδηγούσε στο Νευροκόπι.

Οι Έλληνες διατάχθηκαν να βαδίσουν εναντίον της Ζέρνοβας σε δύο φάλαγγες. Δύο συντάγματα μαζί με έναν ουλαμό πυροβολικού κατευθύνθηκαν μέσω Μπρόδι. Ένα σύνταγμα μαζί με ένα εναπομείναν τμήμα πυροβολικού έλαβε εντολή να καταλάβει τη Δράμα από την οποία θα προχωρούσε κατά της Ζέρνοβας. Η 1η φάλαγγα συνάντησε σημαντική αντίσταση στην πορεία της. Ακολούθησε τριήμερη μάχη 2 / 3 / 4 Ιουλίου (15 / 16 / 17 Ιουλίου), αφού κατέφθασε, εν τω μεταξύ, από τη Δράμα και η 2η φάλαγγα, οι Βούλγαροι νικήθηκαν και τράπηκαν προς το Νευροκόπι.

Απελευθέρωση Νευροκοπίου: Στις μάχες αυτές οι Έλληνες κυρίευσαν δώδεκα τηλεβόλα και, επισπεύδοντας την προέλασή τους, κατόρθωσαν να καταλάβουν και το Νευροκόπι μετά από μια ασήμαντη συμπλοκή 5 / 18 Ιουλίου 1913.

ΔΟΞΑΤΟ (Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΒΟΥΛΓΑΡΟΥΣ)

Το πρωί 30 Ιουνίου / 13 Ιουλίου 1913 έγινε η επίθεση των Βουλγάρων κατά της πόλης με ιππικό. Επίσης, με τέσσερα τηλεβόλα άνοιξαν πυρ. Τα σπίτια παραδόθηκαν στις φλόγες. Οι βολές σταμάτησαν το μεσημέρι. Πολλοί κάτοικοι βασανίστηκαν και εκτελέστηκαν. Ο συνολικός αριθμός των σφαγιασθέντων υπολογίζεται τουλάχιστον σε 400 άτομα. (Άλλες πηγές αναφέρουν 600 νεκρούς.)

Επισκέπτες μαρτυρούν πως είδαν σκύλους να καταβροχθίζουν ανθρώπινες σάρκες, αυλές σπιτιών να αχνίζουν από το αίμα των θανατωθέντων. Ανάμεσα στις φρικαλεότητες αναφέρεται ότι βρεθήκαν σταυρωμένοι μια γυναίκα κι ένα παιδί.

Αυτές οι πράξεις διαπράχθηκαν με την παρουσία Βουλγάρων διοικητικών λειτουργών του Αθαν. Πριστέφ (διευθυντή της Αστυνομίας), του Βάκεφ (δικαστή), του Ι. Μπορώφ και του Καρακώφ. Όταν έληξε η σφαγή, οι Βούλγαροι συμπλήρωσαν το φρικιαστικό έργο τους με την πυρπόληση της Ελληνικής συνοικίας της πόλης.

Οι απόψεις του Κρώφορδ Πράϊς (ανταποκριτού των ΤΙΜΕS) για τη συμπεριφορά του σερβικού και του ελληνικού στρατού κατά την περίοδο 1912/1913.

Γράφει:

«Οι ξένοι ανταποκριταί, οι παρακολουθήσαντες τον Σερβικόν στρατόν, έχουν παρόμοια πράγματα να αφηγηθούν: Καταστροφάς πόλεων, διξαχθείσας με αγριότητα τοιαύτην, εφάμιλλον της οποίας δεν έχουν να παρουσιάσουν ουδέ αυτοί οι Τούρκοι εις τας χειροτέρας των στιγμάς, σφαγάς τραυματιών πολεμιστών επί του πεδίου της μάχης, σφαγάς Μουσουλμάνων χωρικών, καθ’ όν χρόνον αι εστίαι των κατηδαφίζοντο, βιασμούς γυναικών πάσης ηλικίας υπό ασελγομανών στρατιωτών: πάσας δε ταύτας τάς φρικαλεότητας πιστοποιουμένας υπό επιτροπής αποτελουμένης εκ τριών ιατρών, ενός Γάλλου, ενός Γερμανού και ενός Νορβηγού, ενός Γάλλου δημοσιογράφου και ενός χειριστού κινηματογράφου. Καθ’ ήν δε στιγμήν γράφω, έχω ενώπιόν μου τά φωτογραφήματα, τα πιστοποιούντα την αθρόαν κακουργίαν.»

«Οι Έλληνες, εν τούτοις, απέδωκαν καλόν αντί κακού. Εμερίμνησαν δια τους Βουλγάρους τραυματίας όσον και διά τους ιδικούς των, και εσεβάσθησαν και έθρεψαν τους αιχμαλώτους των. Είδον πάν ό,τι βεβαίω διά της γραφίδος. Εν τούτοις δεν επιθυμώ να είπω, ότι η καθόλου δράσις του Ελληνικού στρατού υπήρξεν εξ ολοκλήρου ανεπίληπτος. Θεωρώ δυνατόν, και πιθανόν έτι, ότι μεταξύ του υποχρεωτικώς θητεύοντος στρατού της χώρας ταύτης, της οποίας ολόκληρος σχεδόν ο πληθυσμός ευρίσκετο υπό τα όπλα, μεταξύ στρατού εντός του οποίου κατελέγοντο πάσης τάξεως και ανατροφής άνδρες, θα ευρίσκοντο και ατίθασσοί τινες χαρακτήρες, οι οποίοι, εξερεθισόμενοι εκ των σκηνών των οποίων εγίνοντο μάρτυρες, παρεφέροντο κατά του εχθρού. δύναμαι όμως να βεβαιώσω, άνευ φόβου διαψεύσεως, ότι αι τοιαύται περιπτώσεις, και εάν συνέβησαν πράγματι, αποτελούν μεμονωμένα γεγονότα, άτινα διεπράττοντο εν καταφώρω, αν μη συγγνωστή απειθεία προς τας διαταγάς των ανωτέρων αξιωματικών.

Απορίας άξιον είνε όχι ότι διεπράχθησαν τυχόν ατομικαί παρεκτροπαί υπό ωρισμένων στρατιωτών, αλλά το ότι θα διέφευγε και είς κάν Βούλγαρος την εκδίκησιν των νικητών. Ουδεμία συγκεκριμένη περίπτωσις αγριότητος διαπραχθείσης υπό Έλληνος περιήλθεν εις γνώσιν οιουδήποτε των δημοσιογράφων συναδέλφων μου, αν και πάντες ήμεθα ελεύθεροι να περιπλανώμεθα κατά βούλισιν εντός της ζώνης, όπου αι εγλκηματικαί πράξεις, περί ων ισχυρίζονται οι βούλγαροι, έπρεπε κατ’ ανάγκην να είχον διαπραχθή.»

Βαλκανική Κρίση 1875 έως 1878, Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος, Προπαρασκευ, Εθελοντές, Ιατρική Περίθαλψη, Υπογραφή Βαλκανικού Συμφώνου

Κατάληψη Ελασσόνας, Δεσκάτης, Η Μάχη του Σαραντάπορου, Απελευθέρωση Σερβίων, Κοζάνης, Απελευθέρωση Γρεβενών, Δεσκάτης, Απελευθέρωση Λιτοχώρου, Κατερίνης, Απελευθέρωση Βέροιας, Απελευθέρωση Έδεσσας, Κατάληψη Αμυνταίου, Η Μάχη των Γιαννιτσών, Απελευθέρωση Θεσσαλονίκης, Απελευθέρωση Χαλκιδικής, Αγίου Όρους, Η Μάχη του Ναλμπάκιοϊ, Απελευθέρωση Φλώρινας, Αμυνταίου, Πτολεμαΐδος, Επιχειρήσεις του Βουλγαρικού και Σερβικού στρατού

Ελληνικός στόλος, Κατάληψη της Λήμνου, Βύθιση του Φετίχ Μπουλέν, Κατάληψη Θάσου, Ίμβρου, Αϊ Στράτη, Σαμοθράκης, Ψαρών, Τενέδου, Ναυμαχία Έλλης, Απελευθέρωση Μυτιλήνης, Απελευθέρωση Χίου, Ναυμαχία Λήμνου, Απελευθέρωση Σάμου, Δράση Μοίρας Ιονίου, Αξιωματικοί του Ναυτικού, Θωρηκτό Αβέρωφ

Στρατιά 'Ηπειρου, Κατάληψη Πρέβεζας, Πέντε Πηγαδιών, Η πορεία προς τα Ιωάννινα, Απελευθέρωση Ιωαννίνων, Οι τελευταίες ημέρες του βασιλέως Γεωργίου, Αεροπορία, Γεγονότα πριν το τέλος του Α΄Βαλκανικού

Αυτόνομη Βόρεια Ήπειρος

Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος, Η Μάχη της Θεσσαλονίκης, Η Μάχη Κιλκίς, Λαχανά, Η κατάληψη της Δοϊράνης, Απελευθέρωση Σερρών, Δράμας, Δοξάτου, Ξάνθης, Κομοτηνής, Απελευθέρωση Καβάλας, Συνθήκη Βουκουρεστίου

Απελευθέρωση Κρήτης

Μετάλλια της Εποχής 1912 και 1913, Εξώφυλλα τετραδίων της Εποχής 1912 και 1913, Ημερήσιος τύπος 1912 και 1913, Αλληλογραφραφία από το μέτωπο, Βασιλιάς Κωνσταντίνος Α΄, Ελευθέριος Βενιζέλος, Παύλος Κουντουριώτη

Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΒΑΛΚΑΝΙΚΩΝ ΠΟΛΕΜΩΝ (Balkan Wars 1912 . 1913) ανήκει στην Οικογένεια Ποταμιάνου Ε.Κ.Α. (Ηπειρωτική).

Συναποτελείται από συλλογές, που αφορούν την συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, του Μανουσάκη και άλλων.

Η Έρευνα, η Συγγραφή και η Επιμέλεια της ύλης πραγματοποιήθηκαν από την Αργυρή Κ. Μπαξεβάνου, Φιλόλογο και Συγγραφέα.

Υπεύθυνη Σχεδιασμού και Διαχείρισης ιστοσελίδος Ειρήνη Μαρία Β. Ταμπάκη, φοιτήτρια Μηχανικών Πληροφορικής και Τηλεπικοινωνιών Π.Ε.

Ευγενική υποστήριξη Βασίλειος Α. Ταμπάκης, Δρ. Δασολογίας

Το υλικό στην πρωτογενή του μορφή εκτίθεται στην Ιερά Μονή Ευαγγελισμού, Σκιάθου.