ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΒΑΛΚΑΝΙΚΩΝ ΠΟΛΕΜΩΝ

BALKAN WARS 1912

.

1913

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η ΠΡΟ ΤΩΝ ΒΑΛΚΑΝΙΚΩΝ ΠΟΛΕΜΩΝ ΕΠΟΧΗ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ – Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΥΣ ΠΟΛΕΜΟΥΣ

ΒΑΛΚΑΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ 1875 έως 1878

Ο γεωγραφικός χώρος της Μακεδονίας εκτεινόταν από το όρος, Όλυμπος, στο Νότο ως την οροσειρά του Σκάρδου στο Βορρά κι από την οροσειρά της Πίνδου στα Δυτικά ως τον ποταμό Νέστο στα Ανατολικά και υπαγόταν διοικητικά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία η οποία την εποχή αυτή δείχνει ολοφάνερα σημάδια παρακμής κι αποδυνάμωσης.

Οι Βαλκανικοί λαοί που στέναζαν κάτω από τη μακραίωνη σκλαβιά που η αυτοκρατορία τους επέβαλε διαισθάνονται πως τώρα, εκμεταλλευόμενοι τις συγκυρίες, θα μπορούσαν να αποκτήσουν την ελευθερία τους.

Οι πόλεμοι του 1912 / 1913 είναι η κορύφωση του αγώνα τους για την εθνική τους ολοκλήρωση. Με τον πρώτο βαλκανικό πόλεμο επιτυγχάνουν την εξουδετέρωση του Οθωμανικού δυνάστη, όμως μοιραία οδηγούνται στη διατύπωση αλληλοσυγκρουόμενων διεκδικήσεων, με αποτέλεσμα τη μεταξύ τους σύρραξη στο δεύτερο βαλκανικό πόλεμο το καλοκαίρι 1913.

***

Η ίδια αυτή περίοδος, δηλ. το τέλος του 19ου αι. και η αρχή του 20ου σημαδεύτηκαν από μεγάλες ανακατατάξεις στις διεθνείς πολιτικές, οικονομικές και στρατιωτικές σχέσεις οι οποίες επηρέασαν καθοριστικά την παγκόσμια ισορροπία δυνάμεων, ανατρέποντας παγιωμένες καταστάσεις, αντιλήψεις και συμπεριφορές κι επιβάλλοντας νέα δεδομένα.

Συγκεκριμένα, από το μέσον του 19ου αιώνα και μετέπειτα τα σύνορα των χωρών της Ευρώπης ευκολότατα μεταβάλλονται, μεγάλες πολιτικές οικονομικές και στρατιωτικές ανακατατάξεις σημειώνονται, καθώς διαλύονται παλαιές συμμαχίες κι επισυνάπτονται νέες.

Η Ευρωπαϊκή ήπειρος αναζητά νέες αγορές. Οι δυνάμεις της εντείνουν τη διαμάχη για τον έλεχο των δρόμων του πετρελαίου. Ταυτοχρόνως, οξείες εθνικές διεκδικήσεις, η άνοδος νέων ιδεολογικών ρευμάτων σε συνδυασμό με την παρακμή των γηραιών αυτοκρατοριών θέτουν τα θεμέλια για τη συγκρότηση αντίπαλων συνασπισμών και τελικά θα οδηγήσουν στην έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου (1914 ως 1918)

Το λεγόμενο Ανατολικό ζήτημα γίνεται φλέγον. Μετά τον πόλεμο μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας (1870). ένας νέος αποικιακός ανταγωνισμός, ευδιάκριτος, εφόσον αναζητούνται νέα εδάφη, νέες αγορές και κυρίως οι δυνάμεις αντιπαλεύουν για την εκμετάλλευση των πετρελαίων της Εγγύς και Μέσης Ανατολής.

Εκτός από τους κλασικούς αντιπάλους εμφανίζονται και άλλοι ανταπαιτητές, όπως οι Ιταλοί. Δημιουργούνται νέα κράτη λ.χ. η Σερβία και η Βουλγαρία.

Οι εθνικισμοί με ιδεολογικό προσωπείο τονώνονται και το πρώτο συνθετικό «παν» χρησιμοποιείται για να περιγραφούν και να προωθηθούν εθνικιστικές έννοιες, όπως πανσλαβισμός, παγγερμανισμός κλπ.

Η Ελλάδα με τα περιορισμένα ως τη Μελούνα (περιοχή Ελασσόνας) σύνορα εμποδίζεται στους οραματισμούς της από τους ισχυρούς, καθώς γενικότερα εμποδίζονται από αυτούς όλες οι συγκρούσεις ανάμεσα στα πιο αδύναμα κράτη.

Παρόλα αυτά οι εθνικισμοί στα Βαλκάνια την εποχή αυτή κορυφώνονται. Η Σερβία και Αυστροουγγαρία, διεκδικώντας τις ίδιες περιοχές, βρίσκονται σε διπλωματική διαμάχη. Η Αυστρία ενδιαφερόταν για τα οικονομικά προνόμια του λιμανιού της Θεσσαλονίκης. Οι Βούλγαροι διαπραγματεύονται αρχικά με το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, στη συνέχεια όμως η Βουλγαρική εκκλησία αποσχίζεται και δημιουργεί το 1870 την Εξαρχία, δηλαδή την Ανεξάρτητη Βουλγαρική Εκκλησία.

Στις εξεγέρσεις που εκδηλώθηκαν το 1875 στη Βοσνία και στην Ερζεγοβίνη και το 1876 στη Βουλγαρία οι Τούρκοι, Οθωμανοί απάντησαν με σφαγές στις οποίες αντέδρασε η ευρωπαϊκή διπλωματία αλλά και οι λαοί της Ευρώπης.

Η Αγγλία πίεσε το Σουλτάνο να προχωρήσει σε κάποιες ευνοϊκές για τους υποταγμένους από την αυτοκρατορία του λαούς.

Στις 24 Απριλίου 1877 ξεσπά Ρωσοτουρκικός πόλεμος, προκειμένου η Ρωσία να προστατεύσει τα Σλαβικά έθνη. Η Ρωσία υποστήριζε απροκάλυπτα τις επιδιώξεις της Βουλγαρίας αλλά και των Αυστριακών κι αναμείχθηκε ενεργά στις τοπικές βαλκανικές αντιπαλότητες, κυρίως γιατί παραδοσιακά επεδίωκε έξοδο στα λιμάνια του Αιγαίου πελάγους. Σε αυτόν τον πόλεμο η Ελλάδα αναμείχθηκε μόνο προς το τέλος του, καθώς την αποθάρρυνε η Αγγλία.

Στις 19 Φεβρουαρίου 1878 επιβλήθηκε στην Τουρκία η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου η οποία υπήρξε, όπως ήταν αναμενόμενο, ιδιαιτέρως ευνοϊκή για τα σλαβικά κράτη. Η μεγάλη ευνοούμενη ήταν η Βουλγαρία η οποία τώρα εκτεινόταν από τον Δούναβη ως τις ακτές του Αιγαίου (Πόρτο Λάγος, Καβάλα). Η Αγγλία (που επιθυμούσε τη διατήρηση του υπάρχοντος εδαφικού καθεστώτος, υποστηρίζοντας τους Οθωμανούς αλλά και με κάποιον τρόπο τους Έλληνες, χρησιμοποιώντας τους ως ανάχωμα στον επεκτατικό Πανσλαβισμό), δυσαρεστημένη, πίεσε και πέτυχε την αναθεώρηση της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου.

Οι μεγάλες Δυνάμεις συγκαλούν το Συνέδριο του Βερολίνου (1η με 13 Ιουνίου 1878), προκειμένου να αποφασίσουν για θέματα ασφαλείας και ειρήνης, προσπαθώντας να μην ταράξουν από τη μια τις ισορροπίες στην Εγγύς Ανατολή και τα Βαλκάνια κι από την άλλη να μειώσουν την ικανοποίηση των υπερβολικών απαιτήσεων των Ρώσων, όπως προέκυψαν από τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου.

Στο Συνέδριο του Βερολίνου η Ρωσία απεκόμισε εδαφικά οφέλη. Εδαφικές απολαβές είχε η Ρουμανία, αλλά κυρίως η Αυστρία που της επιτράπηκε η προσωρινή διοίκηση της Ερζεγοβίνης και της Βοσνίας. Η Βουλγαρία θα εκτεινόταν στο εξής από το Δούναβη ως τον Αίμο, χάνοντας την επαφή της με το Αιγαίο. Η Ρωμυλία ανακηρύχθηκε αυτόνομη.

Η Οθωμανική αυτοκρατορία είχε πολλές εδαφικές απώλειες από το Συνέδριο του Βερολίνου: ίδρυση αυτόνομης Βουλγαρικής ηγεμονίας, ίδρυση της ημιαυτόνομης Ρωμυλίας, η Ρωσία προσάρτησε τη νότια Βεσσαραβία, το Κάρς, το Αρδαχάν και το Βατούμ. Μετά τις απώλειες αυτές ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ Β΄ επέβαλε ένα καταπιεστικό καθεστώς και προέβη σε αυθαιρεσίες σε περιοχές όπου κατοικούσαν συμπαγείς Χριστιανικοί πληθυσμοί (Μακεδονία, Αρμανία).

Από το Συνέδριο του Βερολίνου η Ελλάδα εξήλθε ωφελημένη, καθώς προσαρτήθηκαν σε αυτήν νέα εδάφη: η περιοχή της Άρτας (Ήπειρος) και η Θεσσαλία, με τη σύμβαση της Κωνσταντινούπολης που υπήρξε απότοκο του Συνεδρίου και που υπογράφηκε στις 2 Ιουλίου 1881, (Νέο Ημερολ.). Από την άλλη «ματαιώθηκε» η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (5 Μαρτίου 1878) και μαζί της τα όνειρα των Βουλγάρων για τη δημιουργία της Μεγάλης Βουλγαρίας. Ωστόσο, Ελληνικοί – Χριστιανικοί πληθυσμοί στο εσωτερικό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας υπέφεραν, εξαιτίας του δυσαρεστημένου από την έκβαση του Συνεδρίου Αβδούλ Χαμίτ. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και οι Έλληνες της Μακεδονίας.

Η ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΕ ΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ ΕΠΙ ΤΡΙΚΟΥΠΗ ΚΑΙ ΔΗΛΙΓΙΑΝΝΗ

Με την προσάρτηση των παραπάνω εδαφών (Άρτας, Θεσσαλίας) στον κύριο κορμό της Ελλάδας αυξήθηκε η έκταση της χώρας (κατά 13.000 τ. χλ. περίπου) κι ο πληθυσμός της κατά μισό εκατομμύριο κατοίκους.

Οι Κρήτες, επίσης, πέτυχαν, ώστε η επέκταση του Οργανικού νόμου του 1868 να κατοχυρωθεί με τη Σύμβαση της Χαλέπας το 1878. Με τη σύμβαση αυτή ανάμεσα στα άλλα προβλεπόταν: στην ετήσια Συνέλευση που θα γινόταν στο νησί, την πλειοψηφία να έχουν οι χριστιανικοί πληθυσμοί. Επίσης, η Ελληνική γλώσσα γίνεται η επίσημη γλώσσα των δικαστηρίων και της Συνέλευσης.

Ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδος, Αλ. Κουμουνδούρος, παρά τα εδάφη που κερδήθηκαν την περίοδο της θητείας του, κατηγορήθηκε από τον πολιτικό του αντίπαλο Χαρ. Τρικούπη ως προδότης.

Ο Χαρ. Τρικούπης έγινε πρωθυπουργός το 1882, ακολουθώντας πολιτική εκσυγχρονισμού. Πίστευε πως η Ελλάδα έπρεπε να πάψει να απειλεί με πόλεμο την Τουρκία, αλλά να ασχοληθεί με την οργάνωση των οικονομικών της, με την προώθηση της παραγωγής και του εμπορίου, με την αναδιοργάνωση των ενόπλων δυνάμεων και με τη δημιουργία σπουδαίων έργων υποδομής και κυρίως έργων που θα βοηθούσαν μεταφορές κι εμπόριο (λιμάνια, δρόμοι, σιδηροδρομικό δίκτυο).

Ο Τρικούπης τήρησε στάση επιφυλακτική απέναντι στους Βαλκάνιους γείτονες της χώρας (κυρίως απέναντι στη Βουλγαρία). Έδινε σημασία ιδιαίτερη στη διπλωματική επαφή της Ελλάδας με την Αυστρία και την Τουρκία. Όταν προσπάθησε να προσεγγίσει τη Βουλγαρία, δεν το πέτυχε. Εκείνη είχε ξεκάθαρες διεκδικήσεις στο χώρο της Μακεδονίας.

Το 1885, το Σεπτέμβριο, ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης γίνεται Πρωθυπουργός κι αντιμετωπίζει την πραξικοπηματική προσπάθεια της Βουλγαρίας να εντάξει στον εδαφικό της κορμό την Ανατολική Ρωμυλία.. Η γενική επιστράτευση που κήρυξε ο Δηλιγιάννης, για να αντιμετωπίσει το γεγονός, δημιούργησε εντονότατες αντιδράσεις από την πλευρά των Μεγάλων Δυνάμεων που επεδίωξαν την αποστράτευση με τελεσίγραφο προς την Ελληνική Κυβέρνηση. Τα Ελληνικά λιμάνια δέχτηκαν τον Βρετανικό αποκλεισμό. Ο Δηλιγιάννης εξαιτίας των γεγονότων αυτών παραιτείται. Το Μάιο το 1886 ο Τρικούπης επανέρχεται στην Πρωθυπουργία.

ΑΝΑΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΡΙΚΟΥΠΗ

Μετά την επάνοδο του Τρικούπη στην Πρωθυπουργία ο στρατός οργανώνεται καλύτερα. Προάγεται η εκπαίδευση του μόνιμου προσωπικού. Αναδιοργανώνεται η Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και η Σχολή Ναυτικών Δοκίμων. Για εξοικονόμηση κονδυλίων μειώνεται η στρατιωτική θητεία. Υπογράφεται ομολογιακό δάνειο 40 εκατομμυρίων δραχμών. Το ποσό του δανείου αυτού θα χρησιμοποιηθεί για την αγορά στρατιωτικού εξοπλισμού. Τότε πραγματοποιείται η αγορά των τριών θωρηκτών: Ύδρα, Σπέτσαι και Ψαρά. Τα πολεμικά αυτά πλοία ναυπηγούνται στη Γαλλία. Τότε αγοράζονται και μικρότερα πλοία που ενισχύουν τον στόλο και κατασκευάζονται σε ναυπηγεία της Αγγλίας. Πρόκειται για τέσσερεις ατμομυδρόμωνες τύπου «Αλφειός».

Ο Τρικούπης προσπαθεί να επιβάλει πειθαρχία στο στρατό κι απαγορεύει στους αξιωματικούς με βαθμό μικρότερο από αυτόν του συνταγματάρχη να θέτουν υποψηφιότητα για τις βουλευτικές εκλογές. Τότε διαλύθηκαν και πολλές πατριωτικές οργανώσεις που καθιστούσαν δυσχερές το κυβερνητικό έργο και στις οποίες ήταν οργανωμένοι πολλοί στρατιωτικοί.

Η ΧΡΕΟΚΟΠΙΑ ΕΠΙ ΤΡΙΚΟΥΠΗ, ΕΘΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ, ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΚΡΗΤΩΝ

Το εκσυγχρονιστικό έργο του Τρικούπη ανακόπτεται από τη χρεοκοπία της χώρας το 1893. Η κατάσταση χειροτέρευσε από την κακή πολιτική της κυβέρνησης απέναντι στους στρατιωτικούς οι οποίοι κάποια στιγμή γίνονται ρυθμιστές της πολιτικής, ακόμα και της εξωτερικής. Η Εθνική Εταιρεία ιδρύεται το 1894 και παίζει ρόλο ως εξωθεσμικός παράγων στην εξωτερική πολιτική της χώρας.

Με υπόμνημα που στέλνει η Εθνική Εταιρεία το 1897 στο Βασιλιά Γεώργιο τον Α΄ και στον Δηλιγιάννη, που στο μεταξύ ήταν πρωθυπουργός, ζητούσε ανάληψη πρωτοβουλιών και προετοιμασία της Ελλάδος για πόλεμο. Γινόταν αντιληπτό πως πολλοί αξιωματικοί του Ελληνικού στρατού ανήκαν ήδη στην Εθνική Εταιρεία και προσπαθούσαν να επιβάλουν τις απόψεις τους στην κυβέρνηση της Χώρας.

Η Εθνική Εταιρεία με την αρωγή του Τύπου αλλά και τη σιωπηρή αποδοχή πολλών εκπροσώπων της πολιτικής, και του εμπορίου κατάφερε να ενισχύσει το πατριωτικό αίσθημα των πολλών και ήταν αυτή που οργάνωσε και πραγματοποίησε την αποστολή αντάρτικων σωμάτων στη Μακεδονία και στην Ήπειρο.

Το 1896 οι Κρήτες εξεγείρονται και ο ξεσηκωμός αυτός αντιμετωπίζεται με ιδιαίτερη σκληρότητα από την Υψηλή Πύλη. Στις 3 Φεβρουαρίου του 1897 η Ελληνική Κυβέρνηση στέλνει τον Συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσο επικεφαλής σώματος εθελοντών στην Κρήτη, για να προστατέψει τους Χριστιανικούς πληθυσμούς. Στο μεταξύ οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν στείλει και αυτές στρατιωτικές ενισχύσεις για τον ίδιο σκοπό και ζήτησαν την αποχώρηση των Ελλήνων εθελοντών. Ζήτησαν, επίσης, να αποχωρήσουν κάποιες Τουρκικές δυνάμεις από την περιοχή και να αναγνωριστεί η αυτονομία της νήσου καθώς και τα κυριαρχικά δικαιώματα του σουλτάνου στο νησί.

Ο Πρωθυπουργός Δηλιγιάννης, μη θέλοντας να δυσαρεστήσει τις μάζες και την Εθνική Εταιρεία, φοβούμενος την απομάκρυνσή του, δεν αποδέχθηκε το διάβημα των Μεγάλων Δυνάμεων. Η κρίση τότε κλιμακώθηκε. Στις 5 Απριλίου του 1897 ο Σουλτάνος κηρύσσει τον πόλεμο εναντίον της Ελλάδος.

Ο ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ 1897

Οι αποφάσεις του συνεδρίου του Βερολίνου έκαναν οξύτερες τις αντιπαραθέσεις στα Βαλκάνια. Όταν το 1885 η Βουλγαρία θα προσαρτήσει την Ανατολική Ρωμυλία, η Σερβία θα κηρύξει τον πόλεμο στη Βουλγαρία.

Η Ελλάδα έκανε τότε εσπευσμένα επιστράτευση, επιβαρύνοντας την ασθενική της οικονομία. Δεν είχε, ωστόσο, την κατάλληλη στρατιωτική προετοιμασία, για να εμπλακεί σε πόλεμο.

Στην Κρήτη στις αρχές του 1897 έχουμε εξεγέρσεις. Στην Αθήνα την ίδια περίοδο δρα μυστικά ο σύλλογος Εθνική Εταιρεία που ενισχύει το όνειρο της Μεγάλης Ιδέας. Η εταιρεία αυτή πιέζει τον Πρωθυπουργό Θ. Δηλιγγιάννη να αποστείλει Ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις για βοήθεια στην Κρήτη και το καταφέρνει. Οι Μεγάλες Δυνάμεις αποβιβάζουν κι εκείνες δικές τους στρατιωτικές δυνάμεις στην Κρήτη με το πρόσχημα της διαφύλαξης της ειρήνης στην περιοχή.

Η Ελληνική Κυβέρνηση για αντιπερισπασμό της Τουρκίας οργανώνει μυστικά εξεγέρσεις κατά των Τούρκων σε περιοχές της Μακεδονίας και της Ηπείρου.

Η Τουρκία απειλεί ξεκάθαρα την Ελλάδα με πόλεμο, αν δεν απομακρύνει τις Ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις από την Κρήτη. Η κυβέρνηση Δηλιγιάννη αρνείται. Τότε, στις 5 Απριλίου 1897, η Τουρκία κηρύττει τον πόλεμο στην Ελλάδα. Οι Τουρκικές δυνάμεις επιτίθενται στη Θεσσαλία. Βρίσκουν απροετοίμαστο τον ελληνικό στρατό, αρχηγός του οποίου είναι ο Διάδοχος Κωνσταντίνος. Μόνο η ταξιαρχία του Κωνσταντίνου Σμολένσκι αντιστέκεται ηρωικά στην περιοχή του Βελεστίνου. Οι Τούρκοι φτάνουν ως τα Φάρσαλα.

Ο πόλεμος του 1897 ήταν ταπεινωτικός για την Ελλάδα. Μολονότι δεν κόστισε σε εδάφη, ανέδειξε την αδυναμία, την προχειρότητα και την έλλειψη οργάνωσης του Ελληνικού στρατού. Ταπείνωσε το φρόνημα των Ελλήνων. Η Ελλάδα αναγκάστηκε να πληρώσει στην Τουρκία δυσβάσταχτη πολεμική αποζημίωση. Για να ανταποκριθεί σε αυτές τις οικονομικές απαιτήσεις, αναγκάστηκε να συνάψει νέο εξωτερικό δάνειο και λίγο αργότερα να υποκύψει στον ταπεινωτικό Δ.Ο.Ε (Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο).

Οι Μεγάλες Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία), όταν έληξε ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897, ανακήρυξαν αυτόνομη την Κρήτη, ορίζοντας ως Ύπατο Αρμοστή της νήσου τον πρίγκηπα Γεώργιο, το δευτερότοκο γιο του βασιλέα της Ελλάδας Γεωργίου Α΄. (Για την υπόθεση αυτή μνεία αναφορά στο κεφάλαιο που αφορά στην Κρήτη και στην Ένωσή της με την Ελλάδα.)

ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ, ΓΟΥΔΙ (14 Αυγούστου 1909)

Η χρεοκοπία του 1893 και ο ταπεινωτικός Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 είχαν εξαιρετικά δυσμενείς οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις για την Ελλάδα κατά την εκπνοή του 19ου και στις αρχές του 20ου αι. Τον Αύγουστο του 1909 οργάνωση αξιωματικών του στρατού, γνωστή και ως Στρατιωτικός Σύνδεσμος, προχωρά σε στρατιωτικό πραξικόπημα, όχι όμως για να επιβάλει δικτατορία. Έχοντας τη λαϊκή αποδοχή, ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος κατάφερε σχηματισμό νέας κυβέρνησης με στόχο κυρίως την ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων. Προσωπικές φιλοδοξίες και αναποφασιστικότητα είχαν δημιουργήσει αδιέξοδα στην πολιτική ζωή της χώρας.

Υπό την πίεση του Συνδέσμου η Ελληνική Βουλή ψήφισε, χωρίς ιδιαίτερη προετοιμασία και συζήτηση, μεγάλο αριθμό νόμων για να επιτευχθούν οι αλλαγές που ο Ελληνικός λαός επιθυμούσε. Το Φεβρουάριο του 1910 η Βουλή αναθεώρησε κάποια άρθρα του Συντάγματος. Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος διαλύθηκε τον Μάρτιο του 1910, έχοντας κατά βάση επιτύχει όσα επεδίωκε.

Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος, επίσης, ξεχώρισε τη χαρισματική προσωπικότητα του Ελευθερίου Βενιζέλου, έτσι όπως αυτή αναδείχθηκε στο κίνημα του Θερίσου και στη διεκδίκηση αυτονομίας της Κρήτης και κάλεσε τον Κρητικό πολιτικό άνδρα στην Αθήνα. Η κίνηση αυτή αναδείχθηκε σωτήρια για την Ελλάδα και δικαιώθηκε η πολιτική εκτροπή της 14ης Αυγούστου του 1909.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος θα κάνει την εμφάνισή του στην ελληνική πολιτική σκηνή τον Σεπτέμβριο του 1910 με το κόμμα των Φιλελευθέρων. Ο Βενιζέλος από την εποχή των αγώνων του στην Κρήτη διέβλεπε τις Βαλκανικές συνεργασίες. Υπέρμαχος της Μεγάλης Ιδέας θεώρησε ιστορική ανάγκη την απελευθέρωση της Βαλκανικής από τους Τούρκους. Ως θαυμαστής του Χαριλάου Τρικούπη ενέκρινε τις πρώιμες προσπάθειες του τελευταίου για τη δημιουργία Συμμαχίας των Βαλκανικών κρατών. Πίστευε ότι η ανατροπή του παγκόσμιου status quo θα άρχιζε από τα Βαλκάνια και αγωνιούσε μήπως η Ελλάδα έμενε εκτός την ώρα που τα άλλα Βαλκανικά κράτη θα εξορμούσαν, επιδιώκοντας επέκταση εις βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μόλις θα αναλάβει την εξουσία τα πράγματα θα αρχίσουν να τον δικαιώνουν.

Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ (1900 ως 1908)

Μετά την ήττα των Ελλήνων στον πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1897 μπήκε φρένο στην προώθηση των σχεδίων από ελληνικής πλευράς για την επίλυση του Κρητικού ζητήματος και ματαιώθηκαν όλα τα όνειρα για Ένωση με την Ελλάδα.

Οξύτατος εθνικιστικός αναβρασμός κι ανταγωνισμός, παρατηρείται στην περιοχή των Βαλκανίων κατά τη δεκαετία του 1890.

Ο ανταγωνισμός αυτός έγινε απροκάλυπτος στις αρχές του εικοστού αιώνα, ιδιαιτέρως στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας.

Αυτή τη ζώνη τη διεκδικούσαν η Σερβία, το Μαυροβούνιο, η Βουλγαρία και η Ελλάδα. Φυσικά, της Ελλάδος δεν της έλειπε εθνολογική βάση στη Μακεδονία. Τουναντίον, κατοικούσαν πυκνοί Ελληνικοί πληθυσμοί στα νότια της περιοχής, αραιότεροι στα βόρεια οι οποίοι επιθυμούσαν την ένωσή τους με την Ελλάδα.

Όσο τη διεκδικούμενη περιοχή την ήλεγχε ακόμη η Οθωμανική αυτοκρατορία, η κατάσταση ήταν ηπιότερη. Καθώς, όμως, σταδιακά επιβεβαιωνόταν η αδυναμία της Τουρκίας και ήταν σχεδόν σίγουρη μια επικείμενη κατάρρευσή της, ο ανταγωνισμός για τα εδάφη της Μακεδονίας μεγάλωνε μεταξύ των διεκδικητών λαών.

Η Μακεδονία υπήρξε ο χώρος όπου ο Βουλγαρικός σοβινισμός εκδηλώθηκε με εντονότατη σφοδρότητα. Η περιοχή αυτή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας είχε μεικτή εθνολογική σύνθεση. Είχε πληθυσμούς Βουλγαρικούς, Τουρκικούς και Σερβικούς (μεγάλο τμήμα των κατοίκων μιλούσε μια διάλεκτο σλαβομακεδονική), όμως περιελάμβανε και εκατοντάδες χιλιάδες Ελλήνων. Στο χώρο που σήμερα ονομάζεται Ελληνική Μακεδονία οι κάτοικοι, εκτός από ένα ελάχιστο ποσοστό, είχαν εθνική συνείδηση Ελληνική.

Οι Βούλγαροι δυσαρεστούνταν από το γεγονός αυτό κι επιθυμούσαν να τους εκβουλγαρίσουν, υπαγάγοντάς τους στη Βουλγαρική εκκλησία και στέλνοντας σώματα ατάκτων που δρούσαν, χρησιμοποιώντας μόνο τη βία. Αυτοί είναι οι γνωστοί κομιτατζήδες (λέγονταν έτσι γιατί ανήκαν σε πολιτικές οργανώσεις που ονομάζονταν κομιτάτα).

Οι Βούλγαροι επιθυμούσαν να κάνουν δικό τους το Σόλουμ, έτσι ονόμαζαν τη Θεσσαλονίκη, για να αποκτήσουν έξοδο στο Αιγαίο. Όμως, επίσης, επεδίωκαν να εκβουλγαρίσουν και σλαβόφωνους της περιοχής της κατοπινής πρώην Γιουγκοσλαβίας. Ένοπλη και τρομοκρατική μορφή η βουλγαρική δράση άρχισε να παίρνει μετά το 1897. Κορύφωση έχουμε το 1904.

Μετά την επικράτηση των Νεοτούρκων άλλαξε η κατάσταση στη Βαλκανική χερσόνησο και σταμάτησαν οι δράσεις αντάρτικων ομάδων.

Οι Βούλγαροι πρώτοι από το 1897 οργάνωσαν ομάδες ανταρτών (τους κομιτατζήδες, όπως προειπώθηκε) και με τη βία προσπάθησαν να εντάξουν τους χριστιανικούς πληθυσμούς της περιοχής στη Βουλγαρική Εξαρχία. Το ποια γλώσσα θα μιλούσαν οι κάτοικοι της περιοχής και σε ποια Εκκλησία θα ανήκαν ήταν πολύ σημαντικό για τους Βούλγαρους οι οποίοι, καίγοντας ελληνικά σχολεία, σκοτώνοντας Έλληνες δασκάλους και ιερείς και κακοποιώντας τους Ελληνικούς πληθυσμούς, αγωνίζονταν για την επιβολή της Βουλγαρικής γλώσσας.

Η παρουσία και επιρροή της Βουλγαρικής Εξαρχίας μεγάλωνε. Οι Βούλγαροι προχωρούσαν στην ίδρυση σχολείων και οικοτροφείων. Έλληνες πανεπιστημιακοί, διπλωμάτες αλλά και αξιωματικοί του Ελληνικού στρατού, διαπιστώνοντας αυτές τις προκλητικές κινήσεις των Βουλγάρων, ζητούσαν επίμονα από την Ελληνική κυβέρνηση να αντιδράσει δυναμικά

Οι κομιτατζήδες από το 1899 και μετέπειτα, χρίζοντας τους εαυτούς τους υπερασπιστές των χριστιανικών πληθυσμών της περιοχής, προωθούσαν την αυτονόμηση αυτής.

Φαίνεται όμως πως η τακτική τους αυτή δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, γιατί χρησιμοποίησαν, ιδιαίτερα μετά το 1900, τη βία, προκειμένου να εντάξουν στη Βουλγαρική εκκλησία τους Ελληνικούς και Σερβικούς πληθυσμούς της περιοχής.

Για να προστατευθούν οι Ελληνικοί πληθυσμοί της Μακεδονίας από τους Βούλγαρους, η Εθνική Εταιρεία προσπάθησε και το κατάφερε να οργανώσει αντάρτικα σώματα, για να ανταπαντήσει με αυτόν τον τρόπο στις επιθέσεις και να περιορίσει τη βουλγαρική βία. Από το 1902 η οργάνωση των σωμάτων αυτών γίνεται μεθοδικότερη.

Η Ελλάδα, βλέποντας το κύμα βίας, προχώρησε στη δράση, αποφασίζοντας να στείλει ομάδες ανταρτών στη Μακεδονία. Επικεφαλής των ομάδων αυτών τέθηκαν αξιωματικοί του Ελληνικού στρατού (με πιο γνωστούς τον Παύλο Μελά τον Τέλλο Αγαπηνό κ.α.), προκειμένου να αναχαιτίσουν τη βία των Βουλγάρων και να προστατέψουν τους Ελληνικούς πληθυσμούς.

Για το σκοπό αυτό δημιουργήθηκε ένα δίκτυο πρακτόρων που συνδεόταν με τα προξενεία της Θεσσαλονίκης (με πρόξενο το Λάμπρο Κορομηλά), του Μοναστηρίου (με πρόξενο τον Ίωνα Δραγούμη) και τη Μητρόπολη Καστοριάς (με Μητροπολίτη τον Γερμανό Καραβαγγέλη, μετέπειτα Μητροπολίτη της Αμάσσειας του Πόντου). Δεν πρέπει να διαφεύγει το γεγονός ότι ο Μακεδονικός αγώνας στρεφόταν τόσο εναντίον των Βουλγάρων όσων και των Τουρκικών δυνάμεων.

Η κυβέρνηση Θεοτόκη το 1904 οργανώνει μεθοδικότερα τις ομάδες που αποστέλλονται στη Μακεδονία, για να υπερασπιστούν τους Ελληνικούς πληθυσμούς.

Τότε ο αξιωματικός του Ελληνικού στρατού, Παύλος Μελάς (από τη γνωστή Ηπειρώτικη οικογένεια των Μελάδων και σύζυγος της Ναταλίας Δραγούμη) ρίχνεται στον αγώνα για την υπεράσπιση των Ελληνικών πληθυσμών. Το Σεπτέμβριο του 1904 αναλαμβάνει την αρχηγία των Ελληνικών στρατιωτικών σωμάτων που δρούσαν στην περιοχή Μοναστηρίου, Καστοριάς.

Κατάλαβε πως η βία των Βουλγάρων μόνο με βία θα μπορούσε να περιοριστεί. Έτσι, οργάνωσε την άμυνα των ελληνικών χωριών, αλλά παράλληλα ίδρυε ελληνικά σχολεία για τη διατήρηση της Ελληνικής γλώσσας.

Ο Παύλος Μελάς, (1870 ως 1905), γνωστός και ως καπετάν Μίκης Ζέζας (από τα ονόματα του γιού του, Μίκη και της κόρης του, Ζέζας) μαζί με άλλους οπλαρχηγούς, έκαναν την υπόθεση της Μακεδονίας υπόθεση όλων των Ελλήνων.

Στις 13 Οκτωβρίου 1905 ο Μελάς στο χωριό Στάτιστα τραυματίζεται θανάσιμα από τούρκους ενόπλους.

Ο θάνατός του σήμανε την πνευματική επιστράτευση όλου του Ελληνισμού στην ιδέα της απελευθέρωσης της Μακεδονίας και της ενσωμάτωσής της στον ελληνικό κορμό. Το όνειρο αυτό του Ελληνισμού θα γίνει πραγματικότητα με τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912 / 1913.

Για τέσσερα χρόνια (1904 ως 1908) διήρκεσαν οι συγκρούσεις και ακολούθησε κατευνασμός από τη γενική αμνηστία που δόθηκε, καθώς ξεκίνησε το κίνημα των Νεοτούρκων τον Ιούλιο του 1908. Τούρκοι αξιωματικοί του στρατού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θέλησαν να περιορίσουν αυθαιρεσίες του τότε σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ Β΄ και ταυτόχρονα να περιορίσουν τις επεμβάσεις των ξένων στην Αυτοκρατορία.

Το κίνημα των Νεοτούρκων ξεκίνησε από τη Θεσσαλονίκη με ηγέτη τους: Εμβέρ, Ταλαάτ και Τζαμάλ. Οι διακηρύξεις τους για ομόνοια και ισότητα ανάμεσα σε όλες τις εθνότητες της Αυτοκρατορίας έδωσαν ελπίδες στους Μουσουλμάνους κι ένα είδος ανακωχής επεβλήθη. Γρήγορα, έγινε αντιληπτό πως οι Νεότουρκοι προέβαλαν πάνω από όλα τα συμφέροντα των Τούρκων και ήθελαν να επικρατήσουν έναντι των άλλων εθνοτήτων.

Τότε διεφάνη καθαρά πως ήταν αναπόφευκτη μια σύγκρουση των Βαλκάνιων λαών και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με διαφιλονικούμενη την περιοχή της Μακεδονίας.

Βαλκανική Κρίση 1875 έως 1878, Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος, Προπαρασκευ, Εθελοντές, Ιατρική Περίθαλψη, Υπογραφή Βαλκανικού Συμφώνου

Κατάληψη Ελασσόνας, Δεσκάτης, Η Μάχη του Σαραντάπορου, Απελευθέρωση Σερβίων, Κοζάνης, Απελευθέρωση Γρεβενών, Δεσκάτης, Απελευθέρωση Λιτοχώρου, Κατερίνης, Απελευθέρωση Βέροιας, Απελευθέρωση Έδεσσας, Κατάληψη Αμυνταίου, Η Μάχη των Γιαννιτσών, Απελευθέρωση Θεσσαλονίκης, Απελευθέρωση Χαλκιδικής, Αγίου Όρους, Η Μάχη του Ναλμπάκιοϊ, Απελευθέρωση Φλώρινας, Αμυνταίου, Πτολεμαΐδος, Επιχειρήσεις του Βουλγαρικού και Σερβικού στρατού

Ελληνικός στόλος, Κατάληψη της Λήμνου, Βύθιση του Φετίχ Μπουλέν, Κατάληψη Θάσου, Ίμβρου, Αϊ Στράτη, Σαμοθράκης, Ψαρών, Τενέδου, Ναυμαχία Έλλης, Απελευθέρωση Μυτιλήνης, Απελευθέρωση Χίου, Ναυμαχία Λήμνου, Απελευθέρωση Σάμου, Δράση Μοίρας Ιονίου, Αξιωματικοί του Ναυτικού, Θωρηκτό Αβέρωφ

Στρατιά 'Ηπειρου, Κατάληψη Πρέβεζας, Πέντε Πηγαδιών, Η πορεία προς τα Ιωάννινα, Απελευθέρωση Ιωαννίνων, Οι τελευταίες ημέρες του βασιλέως Γεωργίου, Αεροπορία, Γεγονότα πριν το τέλος του Α΄Βαλκανικού

Αυτόνομη Βόρεια Ήπειρος

Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος, Η Μάχη της Θεσσαλονίκης, Η Μάχη Κιλκίς, Λαχανά, Η κατάληψη της Δοϊράνης, Απελευθέρωση Σερρών, Δράμας, Δοξάτου, Ξάνθης, Κομοτηνής, Απελευθέρωση Καβάλας, Συνθήκη Βουκουρεστίου

Απελευθέρωση Κρήτης

Μετάλλια της Εποχής 1912 και 1913, Εξώφυλλα τετραδίων της Εποχής 1912 και 1913, Ημερήσιος τύπος 1912 και 1913, Αλληλογραφραφία από το μέτωπο, Βασιλιάς Κωνσταντίνος Α΄, Ελευθέριος Βενιζέλος, Παύλος Κουντουριώτη

Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΒΑΛΚΑΝΙΚΩΝ ΠΟΛΕΜΩΝ (Balkan Wars 1912 . 1913) ανήκει στην Οικογένεια Ποταμιάνου Ε.Κ.Α. (Ηπειρωτική).

Συναποτελείται από συλλογές, που αφορούν την συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, του Μανουσάκη και άλλων.

Η Έρευνα, η Συγγραφή και η Επιμέλεια της ύλης πραγματοποιήθηκαν από την Αργυρή Κ. Μπαξεβάνου, Φιλόλογο και Συγγραφέα.

Υπεύθυνη Σχεδιασμού και Διαχείρισης ιστοσελίδος Ειρήνη Μαρία Β. Ταμπάκη, φοιτήτρια Μηχανικών Πληροφορικής και Τηλεπικοινωνιών Π.Ε.

Ευγενική υποστήριξη Βασίλειος Α. Ταμπάκης, Δρ. Δασολογίας

Το υλικό στην πρωτογενή του μορφή εκτίθεται στην Ιερά Μονή Ευαγγελισμού, Σκιάθου.